ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εσνάν (ουσ. ουδ.) εσνάν [esˈnan] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. esnan, πληθ. του ουσ. sin = α) ηλικία β) το διάστημα της ζωής κάποιου.
Η κατάλληλη ηλικία : Τα είχεν χαμένα τα μπαιντιά μεγάλωσαν, ήρταν στο εσνάν (Τα παιδιά που είχε χαμένα, μεγάλωσαν, έφτασαν στην (κατάλληλη για στράτευση) ηλικία) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.