εσνάν
(ουσ. ουδ.)
εσνάν
[esˈnan]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. esnan, πληθ. του ουσ. sin = α) ηλικία β) το διάστημα της ζωής κάποιου.
Η κατάλληλη ηλικία
:
Τα είχεν χαμένα τα μπαιντιά μεγάλωσαν, ήρταν στο εσνάν
(Τα παιδιά που είχε χαμένα, μεγάλωσαν, έφτασαν στην (κατάλληλη για στράτευση) ηλικία)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.