ετεκτσέ
(ουσ. ουδ.)
ετεκτσέ
[etekʹtse]
Σίλ.
ιτεκτσέ
[itekʹtse]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. etekce = φόρεμα με τριπλή φούστα (TTAS).
Παραδοσιακή νυφική ενδυμασία, αποτελούμενη από βαρύτιμο φόρεμα με τριπλό ύφασμα, ζακέτα, ζωνάρι, φέσι και πέπλο