ετεκτσέ
(ουσ. ουδ.)
ετεκτσέ
[etekˈtse]
Σίλ.
ιτεκτσέ
[itekˈtse]
Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. etekce = φόρεμα με τριπλή φούστα (THADS, λ. etekce)
Παραδοσιακή νυφική ενδυμασία, αποτελούμενη από βαρύτιμο φόρεμα με τριπλό ύφασμα, ζακέτα, ζωνάρι, φέσι και πέπλο
Τροποποιήθηκε: 08/08/2025