ευκολία
(ουσ. θηλ.)
ευκολία
[efkoˈlia]
Σινασσ.
ευκολιά
[efkoˈʎa]
Ανακ.
Από το αρχ. ουσ. εὐκολία. Ο τύπ. ευκολιά νεότ.
Άνεση, εύκολη και άνετη κατάσταση
ό.π.τ.
:
Εσύ την ευκολία σ' ηύρες την, νε γκαζιέρες νε φασαρίες
(Εσύ την άνεσή σου την βρήκες, ούτε γκαζιέρες ούτε φασαρίες με μαγειρέματα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Καλή ευκολιά
(Καλή ευκολία˙ ως ευχή σε έγκυο για εύκολη γέννα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
κολάι