ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ευκολία (ουσ. θηλ.) ευκολία [efkoˈlia] Σινασσ. ευκολιά [efkoˈʎa] Ανακ. Από το αρχ. ουσ. εὐκολία. Ο τύπ. ευκολιά νεότ.
Άνεση, εύκολη και άνετη κατάσταση ό.π.τ. : Εσύ την ευκολία σ' ηύρες την, νε γκαζιέρες νε φασαρίες (Εσύ την άνεσή σου την βρήκες, ούτε γκαζιέρες ούτε φασαρίες με μαγειρέματα) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Καλή ευκολιά (Καλή ευκολία˙ ως ευχή σε έγκυο για εύκολη γέννα) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. κολάι