ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ευξούμαι (ρ.) ευξούμαι [efˈksume] Φάρασ. ευξούμι [efˈksumi] Φλογ. Αόρ. ευξώθα [efˈksoθa] Φάρασ. Προστ. ευξώθου [efˈksoθu] Φάρασ. γεύξου [ˈʝefksu] Φάρασ. Aπό το αρχ. ρ. εὔχομαι, μελλ. εὐξοῦμαι, υποτ. αορ. εὔξωμαι.
Προσεύχομαι : Nα νιφτώ τσ̑αι να ευξωθώ, τσ̑αι 'στέρου να με ειπείς καλημέρα (Να νιφτώ και να προσευχηθώ, και ύστερα να μου πεις καλημέρα) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Σήκωσεν τα σ̑έρε τ'ς πανουφόρου τσ̑' ευξώθη σην Παναΐα (Σήκωσε τα χέρια της προς τα πάνω και ευχήθηκε στην Παναγία) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τζι είπεν τι τους τζιράχοι σταθείτε εδώ σώστου να ’ρτώ, 'α υπάγω να ευξωθώ λαγικό (καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς· καθίσατε αὐτοῦ ἕως οὗ ἀπελθὼν προσεύξωμαι ἐκεῖ Εὐ.Ματθ. 26.36) Φάρασ. -Lag. Οι ναίτζ̑ες τουνε πααίνκανε κρυφά σα μέτερα τις Αγιόκκοι, αφτείνκαν τζ̑ερία τζ̑ι ευξούσανdε αντ' εμάς (Οι γυναίκες τους (ενν. των Τούρκων) πηγαίνανε κρυφά στα δικά μας παρεκκλήσια, άναβαν κεριά και προσεύχονταν σαν εμάς) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. 'ς πάμε τζ̑αι 'μείς να ευξωθούμε να βκοήσ' ο Θεός τό 'ργο μας (Ας πάμε κι εμείς ναπ ροσευχηθούμε να ευλογήσει ο Θεός το έργο μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Κανενός δέντρο γεύξου, το σον ν' ανθίσει (Προσευχήσου για το δέντρο του άλλου για ν' ανθίσει το δικό σου˙ οι ευεργεσίες ανταποδίδονται) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. || Ασμ. Να υπάμε σο φτάλμι του τσ̑ίπ μας 'ντάμα
Nα ευξωθούμ' τζ̑αι 'τζ̑εί να είδουμ' το θάγμα
(Να πάμε στην πηγή του όλοι μας μαζί
Να προσευχηθούμε κι εκεί να δούμε το θαύμα)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Συνών. ντιλεντίζω