ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ευχή (ουσ. θηλ.) ευκή [efˈci] Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ. ευσ̑ή [efˈsi] Ποτάμ., Τσουχούρ., Φάρασ. ευτσ̑ή [efˈtʃi] Μισθ. οφσ̑ή [ofˈʃi] Σινασσ. Πληθ. ευκίδια [efˈciðʝa] Φλογ. Αρχ. ουσ. εὐχή.
1. Ιερατική ευχή Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ. : Βρεχούτεμιστι τουν παπά τσ̑ι γίνιξι ευτσ̑ή (Φωνάζαμε τον παπά και έδινε ευχή) Μισθ. -Κωστ.Μ. Να πάου σου παπά να πάρου ευτσ̑ή (Θα πάω στον παπά να πάρω ευχή, δηλ. να εξομολογηθώ και να πάρω άφεση) Μισθ. -Κοτσαν. Τσι̂γι̂ρούν ντο παπά, γκαι ντίν’ ευκή (Φωνάζουν τον παπά και δίνει ευχή) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πααίνκαν όλοι να πάρουν την ευσ̑ή του (Πήγαιναν όλοι να πάρουν την ευχή του, ενν. του Αγίου Αρσενίου) Τσουχούρ. -VLACH Χριστός πήρε τον άρτον τζ' έψαλε την ευχή ν'τα πληθύνει, τζαι κατέκοψέν τα τζαι δίνκεν τα τις τζιράχοι (Ο Χριστός πήρε τον άρτο και είπε την ευχή για να πληθύνει, δηλ. τον ευλόγησε, και τον έκοψε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές = Ματθ. 26.26 Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς) Φάρασ. -Lag. || Ασμ. Σήκωσεν τα σ̑έρεν ντου ο Χαdζεφενdής
Δώτσ̑εν την ευσ̑ήν ντου μη χαστεί κανείς
(Σήκωσε τα χέρια ο Χατζηαφεντής
Προσευχήθηκε να μην χαθεί κανείς, ενν. στο δρόμο της προσφυγιάς)
Φάρασ. -Κελεκ.
Πβ. διάβασμα
β. Γενικότ., ευχή για αίσια έκβαση Ποτάμ., Φάρασ., Φλογ. : Πγίνισ̑καν και δίνισ̑καν ευκίδια (Έπιναν και έδιναν ευχές ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Να έσ̑' του Χριστού τζ̑αι της Παναϊας την ευσ̑ή (Να έχεις την ευχή του Χριστού και της Παναγίας ) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Νά 'σ̑εις την οφσ̑ή μ' (Νά 'χεις την ευχή μου ) Σινασσ. -Λεύκωμα || Φρ. Η ευσ̑ή του στο θάλι δεβαίνει (Η ευχή του διαπερνάει την πέτρα ˙ οι ευχές του πιάνουν, είναι ισχυρές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Toυ Αγίου μας η ευσ̑ή, σο σπίτι σας νά 'ν' Θεού βροσ̑ή (Toυ Αγίου μας η ευχή, στο σπίτι σας να 'ν' Θεού βροχή) Φάρασ. -Λαμπρ.
2. Προσευχή Τσουχούρ., Φάρασ. : Ποίκ' την ευσ̑ή σου (Κάνε την προσευχή σου) Φάρασ. -Ανδρ. Βγκαλλαίνουμε την ευσ̑ή μας ( Κάνουμε την προσευχή μας) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. ναμάζι, ντοβάς