ευχέλαιο
(ουσ. ουδ.)
ευχέλαιο
[efˈceleo]
Γούρδ.
ευτσέλαιο
[efˈtseleo]
Μισθ.
ευκόλογο
[efˈkoloɣo]
Αραβαν.
ευκόλοο
[efˈkoloo]
Τσαρικ.
οφκόλογο
[ofˈkoloɣo]
Δίλ., Φλογ.
οφκόλοο
[ofˈkoloo]
Τσαρικ.
φκιόλογο
[ˈfcoloɣo]
Αξ.
οφσ̑όλογο
[ofˈʃoloɣo]
Ποτάμ.
Πληθ.
ευχελώνια
[efçeˈloɲa]
Τελμ.
Μεταγν. ουσ. εὐχέλαιον. Οι τύπ. -λογο με επίδρ. του μεσν. ουσ. εύχολόγιον. Η λ. από την εκκλησιαστ. γλώσσα.
Ευχέλαιο
ό.π.τ.
:
Kάνισκαμ' λειτουργιά, ευκόλοο, φέρνισκαμ' ντου παπά
(Κάναμε λειτουργία, ευχέλαιο, φέρναμε τον παπά)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Πούρμου να πεθάν' φκάισ̑καν οφκόλογο, μοίραζαμ' κ͑ουμπρίκ, παράδια
(Πριν να πεθάνει κάποιος, έκαναν ευχέλαιο, μοιράζαμε οβολούς, χρήματα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
ευχέλαιμα