εύρημα
(ουσ. ουδ.)
εύρημα
[ˈevrima]
Γούρδ.
γηύρημα
[ˈʝivrima]
Ουλαγ.
εύρεμα
[ˈevrema]
Φάρασ.
Αρχ. ουσ. εὕρημα. Ο τύπ. εύρεμα ήδη μεταγν. Ο τύπ. γηύρημα με επιδρ. του τύπ. αορ. με αὐξηση η- αντί ε-.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. ευρίσκω
ό.π.τ.
:
Χτήνογιου το γηύρημα το σo ντο όγρο σ' ντέ 'ναι
(Η ανεύρεση του ζώου δεν είναι δική σου δουλειά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
μπουλουντούς