ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εύρημα (ουσ. ουδ.) εύρημα [ˈevrima] Γούρδ. γηύρημα [ˈʝivrima] Ουλαγ. εύρεμα [ˈevrema] Φάρασ. Αρχ. ουσ. εὕρημα. Ο τύπ. εύρεμα ήδη μεταγν. Ο τύπ. γηύρημα με επιδρ. του τύπ. αορ. με αὐξηση η- αντί ε-.
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. ευρίσκω ό.π.τ. : Χτήνογιου το γηύρημα το σo ντο όγρο σ' ντέ 'ναι (Η ανεύρεση του ζώου δεν είναι δική σου δουλειά) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. μπουλουντούς