ευλόγημα
(ουσ. ουδ.)
'βλόημα
[ˈvloima]
Αραβαν., Μισθ., Σίλ.
Μεταγν. ουσ. εὐλόγημα = αντικείμενο που έχει ευλογηθεί. Η σημ. 2 νεότ. (Λεξ. Σομ.).
1. Ευλογία
Μισθ.
:
Σάbαχτα να πηάσου ντα κουρ'λόπα 'ς νεκκλησ̑ά γιά 'βλόημα
(Αύριο θα πάω πρόσφορα στην εκκλησία για ευλογία)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Γάμος
ό.π.τ.
:
Ζηρμόν̑ησιν ντα 'βλόημαν ντου
(Ξέχασε τον γάμο του)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
γάμος, εβλέντημα, νικιάχι, στέφανα, χαρά :2