ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ευλόγημα (ουσ. ουδ.) 'βλόημα [ˈvloima] Αραβαν., Μισθ., Σίλ. Μεταγν. ουσ. εὐλόγημα = αντικείμενο που έχει ευλογηθεί. Η σημ. 2 νεότ. (Λεξ. Σομ.).
1. Ευλογία Μισθ. : Σάbαχτα να πηάσου ντα κουρ'λόπα 'ς νεκκλησ̑ά γιά 'βλόημα (Αύριο θα πάω πρόσφορα στην εκκλησία για ευλογία) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Γάμος ό.π.τ. : Ζηρμόν̑ησιν ντα 'βλόημαν ντου (Ξέχασε τον γάμο του) Σίλ. -Dawk. Συνών. γάμος, εβλέντημα, νικιάχι, στέφανα, χαρά :2