εύκαιρος
(επίθ.)
όφκαιρο
[ˈofcero]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ.
όφκιρο
[ˈofciro]
Τροχ.
όφκιρου
[ˈofciru]
Μαλακ.
όφτσ̑ιρου
[ˈoftʃiru]
Μισθ.
Αρχ. επίθ. εὔκαιρος. Ο τύπ. όφκαιρος ήδη μεσν. Ο τύπ. όφκαιρος Πόντ.
1. Άδειος, κενός
ό.π.τ.
:
Όφκαιρου νανούι
(Άδεια κούνια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το λαήν' όφκαιρο 'ναι
(Η στάμνα είναι άδεια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντου λαήν' τσ̑είδει όφτσ̑ιρου
(Η στάμνα είναι άδεια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να μη πάει μη όφτσ̑ιρα χέρια
(Να μην πάει με άδεια χέρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μάνα, εγώ πού παγαίνω με όφκαιρα λαγήνια;
(Μάνα μου, εγώ που πηγαίνω με άδεια κανάτια;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Άμα δεν είσαι εδά σο σπίτι μας, πανdέχω το σπίτι μας έν' όφκαιρο
(Όταν δεν είσαι εδώ στο σπίτι μας, νομίζω ότι το σπίτι μας είναι άδειο)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
T' όφκιρο κεφάλ' ντε τρανά να γιομώχ̇ει, κρεύ' να φκιορώσ' χώρας
(Το άδειο κεφάλι δεν κοιτάει να γεμίσει, επιδιώκει να αδειάσει των άλλων˙ ο ανόητος δεν ακούει συμβουλές, αλλά προσπαθεί να επιβάλει την γνώμη του στους γνωστικούς)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Ασμ.
Βρίσκει τον τόπο μ' όφκαιρο και το στασίδι μ' άδειο
(Βρίσκει την θέση μου κενή και το στασίδι μου άδειο)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ342
Συνών.
άδειος, κούφος, μπος, πεζός
β.
Κούφιος
Μισθ.
:
Τ' απέσ' του τσ̑είδι όφτσ̑ιρου
(Το μέσα του είναι κούφιο
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Ελεύθερος
Συνών.
αζάτι
4. Για νεόνυμφες, διακορευμένος
Ανακ., Μισθ., Φλογ.
:
Όταν ξέβην όφκαιρη νύφ’, καμbρός κατακώλανεν το σο βα τ’ σο σπίτ’
(Όταν η νύφη αποδεικνυόταν διακορευμένη, ο γαμπρός την έδιωχνε στο σπίτι του πατέρα της)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812