ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

εύκαιρος (επίθ.) όφκαιρο [ˈofcero] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. όφκιρο [ˈofciro] Τροχ. όφκιρου [ˈofciru] Μαλακ. όφτσ̑ιρου [ˈoftʃiru] Μισθ. Αρχ. επίθ. εὔκαιρος. Ο τύπ. όφκαιρος ήδη μεσν. Ο τύπ. όφκαιρος Πόντ.
1. Άδειος, κενός ό.π.τ. : Όφκαιρου νανούι (Άδεια κούνια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το λαήν' όφκαιρο 'ναι (Η στάμνα είναι άδεια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντου λαήν' τσ̑είδει όφτσ̑ιρου (Η στάμνα είναι άδεια) Μισθ. -Κοτσαν. Να μη πάει μη όφτσ̑ιρα χέρια (Να μην πάει με άδεια χέρια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μάνα, εγώ πού παγαίνω με όφκαιρα λαγήνια; (Μάνα μου, εγώ που πηγαίνω με άδεια κανάτια;) Σινασσ. -Τακαδόπ. Άμα δεν είσαι εδά σο σπίτι μας, πανdέχω το σπίτι μας έν' όφκαιρο (Όταν δεν είσαι εδώ στο σπίτι μας, νομίζω ότι το σπίτι μας είναι άδειο) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Παροιμ. T' όφκιρο κεφάλ' ντε τρανά να γιομώχ̇ει, κρεύ' να φκιορώσ' χώρας (Το άδειο κεφάλι δεν κοιτάει να γεμίσει, επιδιώκει να αδειάσει των άλλων˙ ο ανόητος δεν ακούει συμβουλές, αλλά προσπαθεί να επιβάλει την γνώμη του στους γνωστικούς) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 || Ασμ. Βρίσκει τον τόπο μ' όφκαιρο και το στασίδι μ' άδειο (Βρίσκει την θέση μου κενή και το στασίδι μου άδειο) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Συνών. άδειος, κούφος, μπος, πεζός
β. Κούφιος Μισθ. : Τ' απέσ' του τσ̑είδι όφτσ̑ιρου (Το μέσα του είναι κούφιο ) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Ελεύθερος Συνών. αζάτι
3. Μτφ., ανόητος Αξ. Συνών. αβανάκος, ακιλσούζης, ανόητος, αχμάκης
4. Για νεόνυμφες, διακορευμένος Ανακ., Μισθ., Φλογ. : Όταν ξέβην όφκαιρη νύφ’, καμbρός κατακώλανεν το σο βα τ’ σο σπίτ’ (Όταν η νύφη αποδεικνυόταν διακορευμένη, ο γαμπρός την έδιωχνε στο σπίτι του πατέρα της) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812