ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπος (επίθ.) μπός̑ [boʃ] Σίλ. πος̑ [poʃ] Φάρασ. Από το τουρκ. boş = α) άδειος, κενός β) μάταιος, άχρηστος γ) άπραγος, άεργος δ) χαλαρός, λασκαρισμένος. Πβ. το κοινό ν.ε. επίθ. μπόσικος.
Άδειος ό.π.τ. : Λαήνι μας μπός̑ είναι (Το λαγήνι μας είναι άδειο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. εύκαιρος :1, πεζός