μπος
(επίθ.)
μπός̑
[boʃ]
Σίλ.
πος̑
[poʃ]
Φάρασ.
Από το τουρκ. boş = α) άδειος, κενός β) μάταιος, άχρηστος γ) άπραγος, άεργος δ) χαλαρός, λασκαρισμένος. Πβ. το κοινό ν.ε. επίθ. μπόσικος.
Άδειος
ό.π.τ.
:
Λαήνι μας μπός̑ είναι
(Το λαγήνι μας είναι άδειο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
εύκαιρος :1, πεζός