μποσαντίζω (I)
(ρ.)
ποσ̑ανdίζω
[poʃanˈdizo]
Φάρασ.
ποσ̑ανdώου
[boʃanˈdou]
Φάρασ.
Αόρ.
ποσ̑αν’σα
[poˈʃansa]
Φάρασ.
μποσάντζησα
[boˈsandzisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. boşanmak (αόρ. boşandı) = α) παίρνω με δικαστική απόφαση διαζύγιο β) για ζώο, λύνομαι.
1. Για ζώο, λύνομαι, ελευθερώνομαι
ό.π.τ.
2. Για υγρό, ρέω
ό.π.τ.
:
Οπ' κουμνίν απέσω μποσάντζισ̑ι του νιαρό
(Το νερό διέρρευσε μέσα από το σταμνί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τροποποιήθηκε: 07/09/2025