ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποσαντίζω (I) (ρ.) ποσ̑ανdίζω [poʃanˈdizo] Φάρασ. ποσ̑ανdώου [boʃanˈdou] Φάρασ. Αόρ. ποσ̑αν’σα [poˈʃansa] Φάρασ. μποσάντζησα [boʹsandzisa] Σίλ. Από τον αόρ. boşandı του τουρκ. ρ. boşanmak = α) παίρνω με δικαστική απόφαση διαζύγιο β) για ζώο, λύνομαι.
1. Για ζώο, λύνομαι, ελευθερώνομαι ό.π.τ.
2. Για υγρό, ρέω ό.π.τ. : Οπ' κουμνίν απέσω μποσάντζισ̑ι του νιαρό (Το νερό διέρρευσε μέσα από το σταμνί) Σίλ. -Κωστ.Σ.