μποσαντίζω (I)
(ρ.)
ποσ̑ανdίζω
[poʃanˈdizo]
Φάρασ.
ποσ̑ανdώου
[boʃanˈdou]
Φάρασ.
Αόρ.
ποσ̑αν’σα
[poˈʃansa]
Φάρασ.
μποσάντζησα
[boʹsandzisa]
Σίλ.
Από τον αόρ. boşandı του τουρκ. ρ. boşanmak = α) παίρνω με δικαστική απόφαση διαζύγιο β) για ζώο, λύνομαι.
1. Για ζώο, λύνομαι, ελευθερώνομαι
ό.π.τ.
2. Για υγρό, ρέω
ό.π.τ.
:
Οπ' κουμνίν απέσω μποσάντζισ̑ι του νιαρό
(Το νερό διέρρευσε μέσα από το σταμνί)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.