μπότι
(ουσ. ουδ.)
μπότ'
[bot]
Αξ., Φερτάκ., Φλογ.
πότ'
[pot]
Φλογ.
ομbότ'
[omˈbot]
Ουλαγ.
Πληθ.
μπότια
[ˈbotça]
Αξ.
πότια
[ˈpotça]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. ἐμπότης = είδος ποτηριού.
1. Είδος μικρής στάμνας
ό.π.τ.
:
Γιομών’ ένα μπότ’ λερό
(γεμίζει μιά στάμνα νερό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γιόμω και το μέγαλο το λαγήν’ […] γιόμω και τα μπότια
(γέμισε και το μεγάλο λαγήνι […] γέμισε και τις μικρές στάμνες)
Αξ.
-Μαυροχ.
Φέρισ̑κεν πότια
(Έφερνε στάμνες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
2. Είδος πήλινου ποτηριού
Ουλαγ.