ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπότι (ουσ. ουδ.) μπότ' [bot] Αξ., Φερτάκ., Φλογ. πότ' [pot] Φλογ. ομbότ' [omˈbot] Ουλαγ. Πληθ. μπότια [ˈbotça] Αξ. πότια [ˈpotça] Φλογ. Από το μεσν. ουσ. ἐμπότης = είδος ποτηριού.
1. Είδος μικρής στάμνας ό.π.τ. : Γιομών’ ένα μπότ’ λερό (γεμίζει μιά στάμνα νερό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γιόμω και το μέγαλο το λαγήν’ […] γιόμω και τα μπότια (γέμισε και το μεγάλο λαγήνι […] γέμισε και τις μικρές στάμνες) Αξ. -Μαυροχ. Φέρισ̑κεν πότια (Έφερνε στάμνες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811
2. Είδος πήλινου ποτηριού Ουλαγ.