ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μποτίνι (ουσ. ουδ.) μποτίνι [boˈtini] Σίλ. ποτίνι [poˈtini] Ποτάμ., Φάρασ. ποτίν' [poˈtin] Μαλακ. Από το γαλλ. ουσ. bottine = μποτάκι, μέσω του τουρκ. botin όπου και τύπ. potin.
Ανδρικό ή γυναικείο παπούτσι ευρωπαϊκού τύπου, μποτίνι ό.π.τ. : Αδαρά τα καινούργια τα νυφάδες θέλουν […] 12 φουστάνια μεταξωτά και λαχουριά, κάλτσες ίσαμε δα πάνω, ποτίνια με κοτζάκια (Τώρα οι καινούργιες νύφες θέλουν […] 12 φουστάνια μεταξωτά και λαχουρένια, κάλτσες ως εδώ πάνω, μποτίνια με κουμπιά) Σινασσ. -Λεύκωμα