μποτίνι
(ουσ. ουδ.)
μποτίνι
[boˈtini]
Σίλ.
ποτίνι
[poˈtini]
Ποτάμ., Φάρασ.
ποτίν'
[poˈtin]
Μαλακ.
Από το γαλλ. ουσ. bottine = μποτάκι, μέσω του τουρκ. botin όπου και τύπ. potin.
Ανδρικό ή γυναικείο παπούτσι ευρωπαϊκού τύπου, μποτίνι
ό.π.τ.
:
Αδαρά τα καινούργια τα νυφάδες θέλουν […] 12 φουστάνια μεταξωτά και λαχουριά, κάλτσες ίσαμε δα πάνω, ποτίνια με κοτζάκια
(Τώρα οι καινούργιες νύφες θέλουν […] 12 φουστάνια μεταξωτά και λαχουρένια, κάλτσες ως εδώ πάνω, μποτίνια με κουμπιά)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Πβ.
μισομπότινο