μπούγος
(ουσ. αρσ.)
μπούγος
[ˈbuɣos]
Φλογ.
πούγος
[ˈpuɣos]
Φλογ.
πούγους
[ˈpuɣus]
Σίλ.
μπούχους
[ˈbuxus]
Μαλακ.
Ουδ.
πούγι
[ˈpuʝi]
Φάρασ.
πούγ̇ι
[ˈpuɣi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. buğu = ατμός.