ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπούγος (ουσ. αρσ.) μπούγος [ˈbuɣos] Φλογ. πούγος [ˈpuɣos] Φλογ. πούγους [ˈpuɣus] Σίλ. μπούχους [ˈbuxus] Μαλακ. Ουδ. πούγι [ˈpuʝi] Φάρασ. πούγ̇ι [ˈpuɣi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. buğu = ατμός.
Ατμός, υδρατμός ό.π.τ. : Ξεβαίνει πούγους (Βγαίνουν υδρατμοί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. αχνός