ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπουλαμάτσι (ουσ. ουδ.) πουλαμάτσ̑ι [pulaˈmatʃi] Αφσάρ., Φάρασ. πούλαματσ' [ˈpulamats] Σίλατ. πλουμάτσ̑ι [pluˈmatʃi] Φάρασ. π'λαμάτσ̑ι [plaˈmatʃi] Φάρασ. Αρσ. πουλαμάτσ̑ης [pulaˈmatʃis] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. bulamaç = α) είδος χυλού, γλυκός πολτός β) ως διαλεκτ. σημ., είδος σούπας με λιωμένο σιτάρι και βουτυρόγαλα.
Χυλός από αλεύρι και πετιμέζι, είδος μουσταλευριάς ό.π.τ.