μπουλαμάτσι
(ουσ. ουδ.)
πουλαμάτσ̑ι
[pulaˈmatʃi]
Αφσάρ., Φάρασ.
πούλαματσ'
[ˈpulamats]
Σίλατ.
πλουμάτσ̑ι
[pluˈmatʃi]
Φάρασ.
π'λαμάτσ̑ι
[plaˈmatʃi]
Φάρασ.
Αρσ.
πουλαμάτσ̑ης
[pulaˈmatʃis]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. bulamaç = α) είδος χυλού, γλυκός πολτός β) ως διαλεκτ. σημ., είδος σούπας με λιωμένο σιτάρι και βουτυρόγαλα.
Χυλός από αλεύρι και πετιμέζι, είδος μουσταλευριάς
ό.π.τ.
Πβ.
μπουλαμάς