μπουλασκίν
(επίθ.)
μπουλασ̑κίν
[bulaˈʃkin]
Αραβαν.
Από το τουρκ. επίθ. bulaşkan = α) μεταδοτικός β) καβγατζής.
Φορτικός
Αραβαν.
:
Ένα μπουλασ̑κι̂́ν ντιάβολος 'τουν, μ' ούλ-λα τα πατισ̑άχγια ζάισ̑κε μουχαρεμπέ
(Ένας φορτικός διάβολος ήταν, μ' όλους τους βασιλιάδες έκανε πόλεμο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.