μπουλούτι
(ουσ. ουδ.)
μπουλούτ'
[bulut]
Δίλ.
μπουλούτσ̑ι
[buˈlutʃi]
Σίλ.
Πληθ.
μπουλούτσ̑α
[buˈlutʃa]
Τελμ.
μπουλούτζ̑α
[buˈludʒa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. bulut = α) σύννεφο β) μτφ., τύφλα στο μεθύσι.
Σύννεφο
ό.π.τ.
:
Απ' τη Σίλατα σηκώθην μπουλούτ'
(Από την μεριά των Σιλάτων σηκώθηκε συννεφιά)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Mι τουν άνουμη τοπλάνdζ̑ισ̑ασ̑ι τα μπουλούτζ̑α κι μπασ̑λάισ̑ι ψιλά ψιλά να βρέσ̑ει
(Με τον άνεμο μαζεύτηκαν τα σύννεφα κι άρχισε να βρέχει ψιλά-ψιλά)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.