μπουράγατζι
(ουσ. ουδ.)
μπουράγατζι
[bu'raɣadzi]
Μισθ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. burgağaç = α) στρίψιμο β) μακρύ διχαλωτό ξύλο γ) βίδα δ) στριμμένα μαλλιά, όπου και τύπ. burgaç, burağaç (THADS, λ. burgağaç, burgaç II, VI).
Το οπίσθιο αντί του αργαλειού
Συνών.
μεγμέρ