μεγμέρ
(ουσ. ουδ.)
μεγμέρ
[meɣˈmer]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. mermer = εξάρτημα του αργαλειού.
Το οπίσθιο αντί του αργαλειού