ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεγαλάνος (ουσ. αρσ.) μεγαλάνος [meɣaˈlanos] Ανακ., Σινασσ. μεγαλοσιάνος [meɣaloʹsçanos] Σινασσ. μεγαλοσάνος [meɣaloʹsanos] Σινασσ. Πληθ. μεγαλάνοι [meɣaʹlani] Σινασσ. μεγαλάνια [meɣaˈlaɲa] Ανακ. Από το μεσν. ουσ. μεγαλᾶνος (LBG), το οπ. από το επίσης μεσν. μεγιστάνος (< αρχ. μεγιστᾶν) με επίδρ. του επιθ. μέγας/μεγάλος. Η λ. και Κύπρ. Εσφαλμένη η σύναψη του Κωστάκη (Costakis 1964: 63) με το τουρκ. επίθμ. -an. Ο τύπ. μεγαλοσιάνος νεότ. (Λεξ. Κριαρ., Mackridge 2021: 81, Λεξ. Βυζ.), το οπ. επίσης από το μεγιστάνος με αναλογ. επίδρ. του επιθ. μεγάλος. Η λ. και Πόντ. με τον τύπ. μεγαλοσα̈́νος. Εσφαλμένη η ετυμολόγ. των Ανδριώτη (Λεξ. Ανδριώτ., λ. μεγαλουσιάνος) και Μπαμπινιώτη (Λεξ. Μπαμπ., λ. μεγαλουσιάνος) από το επίθ. μεγάλος αναλογ. κατά το (μόλις κατά τα τέλη του 19ο αι. πλασθέν) πρωτευουσιάνος. Επίσης εσφαλμένη η ετυμολόγ. του ΛΚΝ (λ. μεγαλουσιάνος) από το επίθ. μεγάλος και το υστερολατιν. ουσ. haucia.
Πλούσιος, ισχυρός άνθρωπος, προύχοντας ό.π.τ. : O βασιλιάς με τους μεγαλοσάνους τους (Ο βασιλιάς με τους μεγάλους άρχοντές του) Σινασσ. -Αρχέλ. Τα μεγαλάνια ήρτα μαζί μας ως εκεί σα τούρκα σα μορμόρια (Οι (Τούρκοι) προύχοντες ήρθαν μαζί μας μέχρι εκεί, στα τούρκικα μνήματα) Ανακ. -Cost. Συνών. αδρός :1, ιχτιάρης, μεγαλάς, πρώτος, τσορμπατζής