μαχμουντιές
(ουσ. αρσ.)
μαχμουδιές
[maxmuˈðʝes]
Σινασσ.
μαχμουδιέ
[maxmuˈðʝe]
Σινασσ., Τροχ.
μαχμουdιέ
[maxmuˈdʝe]
Αξ., Σινασσ.
μαχμουτιέ
[maxmuˈtʝe]
Σινασσ.
Πληθ.
μαχμουτιάδια
[maxmuˈtçaðʝa]
Σινασσ.
μαχμουτιέ
[maxmuˈtçe]
Από το τουρκ. ουσ. mahmudiye = νόμισμα του Σουλτάνου Μαχμούτ. Πβ. και ποντ. μαχμουτιά.
Οθωμανικό νόμισμα αξίας 25 γροσίων
ό.π.τ.
:
Eγώ κρυφάς θα σε δώκω ένα μαχμουτιέ ασ' τα φλωριά μ'
(Εγώ κρυφά θα σου δώσω ένα μαχμουντιέ από τα φλουριά μου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα