μαχαλαΐτης
(ουσ. αρσ.)
μαχαλαΐτ'ς
[maxalaˈits]
Μαλακ.
Πληθ.
μαχαλαΐτε
[maxalaˈite]
Αξ.
μαχαλαΐτ'
[maxalaˈit]
Μαλακ.
Από το ουσ. μαχαλάς (θ. μαχαλαδ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ίτης.
Ο κάτοικος μιας συνοικίας
ό.π.τ.
:
Ορτά μαχαλαΐτε
(Οι κάτοικοι του μεσαίου μαχαλά)
Αξ.
-Μαυροχ.