ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαχαιρώνω (ρ.) μασ̑αιρώνω [maʃeˈrono] Σινασσ., Φάρασ. μασ̑αιρώνου [maʃeˈronu] Σίλ. Αόρ. μασ̑αίρωσα [maˈʃerosa] Φάρασ. Νεότ. ρ. μαχαιρώνω, το οπ. από το μεταγν. ρ. μαχαιρόω -ῶ.
Μαχαιρώνω, χτυπώ κάποιον με μαχαίρι ό.π.τ. Συνών. γαμαλαΐζω
Τροποποιήθηκε: 09/01/2025