μαχαιρώνω
(ρ.)
μασ̑αιρώνω
[maʃeˈrono]
Σινασσ., Φάρασ.
μασ̑αιρώνου
[maʃeˈronu]
Σίλ.
Αόρ.
μασ̑αίρωσα
[maˈʃerosa]
Φάρασ.
Νεότ. ρ. μαχαιρώνω, το οπ. από το μεταγν. ρ. μαχαιρόω -ῶ.