μαχανατζής
(ουσ. αρσ.)
μαχανατζ̑ής
[maxanaˈdʒis]
Σινασσ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. bahaneci = αυτός που βρίσκει προφάσεις.
Αυτός που εφευρίσκει προφάσεις και δικαιολογίες