μαχλουκάτι
(ουσ. ουδ.)
μαχλουκ͑άτ͑ι
[maxluˈkhatʰi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. mahlûkat = όλα τα πλάσματα, το σύνολο των πλασμάτων.
Πλάσμα