ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαχτσουμόκκο (ουσ. ουδ.) μαχσουμόκκου [maxsuˈmoku] Φάρασ. μαχτσ̑ουμόκκο [maxtʃuˈmoko] Φάρασ. Από το ουσ. μαχτσούμι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μωράκι, βρέφος : Θε μου, Παναΐα μου δώσ' με α μαχτσ̑ουμόκκο (Θεέ μου, Παναγία μου, δώσε μου ένα παιδάκι) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. βαβά, γιαβρού, μαχτσούμι, ταζός, τσανός