μαχτσουμόκκο
(ουσ. ουδ.)
μαχσουμόκκου
[maxsuˈmoku]
Φάρασ.
μαχτσ̑ουμόκκο
[maxtʃuˈmoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. μαχτσούμι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.