ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεγγένη (ουσ. θηλ.) μένgενε [ˈmeŋɟene] Αξ., Ουλαγ. μάγγιανα [ˈmaɟana] Μισθ. μάνgανα [ˈmaŋgana] Φάρασ. Αρσ. μενgενές ο [meŋɟeˈnes] Φάρασ. Aπό το τουρκ. ουσ. mengene, το οπ. δάν. από το ελλ. μάγγανον.
1. Μεγγένη, ξυλουργικό εργαλείο Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ. : || Παροιμ. Τ' σ̑κυλιού τ' ουράγια χέκαν το 'ς μένgενε, κι ασ' τα σεράνdα ημέρες ύστερα πάλι ξέβεν γι̂βρισ̑χ' (Του σκυλιού την ουρά την έβαλαν στη μεγγένη, και μετά από σαράντα μέρες πάλι βγήκε γυριστή˙ για πεισματάρηδες ή αδιόρθωτους ανθρώπους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Μέγγενη, παγίδα Ουλαγ., Φάρασ. : Α ημέρα ξείλτσεν πάλι ση μάνgανα (Μια μέρα έπεσε πάλι στην παγίδα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Τάημισα οι νομάτοι θέκνουν μέγγενε τζαι πιένουν μες 'αρά (Μερικοί άνθρωποι στήνουν παγίδες και μας πιάνουν ζωντανά, ενν. εμάς τα ζώα) Φάρασ. -Παπαδ. || Παροιμ. Πανdικός τζ̑ό νι να μη ξειλήσει σ̑η μάγγανα (Δεν υπάρχει ποντικός που να μην πέσει στην φάκα˙ όλοι έχουν το αδύνατο σημείο τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.