μεζαρλίκ
(ουσ. ουδ.)
μεζαρλίκ
[mezarlik]
Σεμέντρ., Τροχ.
μεζαρλίχ
[mezarˈlix]
Μισθ.
μεζερλίκ
[mezerˈlik]
Τροχ.
μεζερλίι
[mezerˈlii]
Σίλ.
Πληθ.
μεζερλίγια
[mezerˈliʝa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. mezarlık = νεκροταφείο, όπου και διαλεκτ. τύπ. mezerlik.
Νεκροταφείο
ό.π.τ.
:
Πηγαίνισκαν στο μεζερλίκ
(Πήγαιναν στο νεκροταφείο)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Σε υπάγου μιά στα μεζερλίγια, σε οκουτσήσ’ μιά λημόρι μας
(Θα πάω στο νεκροταφείο, θα διαβάσει ο παπάς στον τάφο μας)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6