ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεζαρλίκ (ουσ. ουδ.) μεζαρλίκ [mezarlik] Σεμέντρ., Τροχ. μεζαρλίχ [mezarˈlix] Μισθ. μεζερλίκ [mezerˈlik] Τροχ. μεζερλίι [mezerˈlii] Σίλ. Πληθ. μεζερλίγια [mezerˈliʝa] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. mezarlık = νεκροταφείο, όπου και διαλεκτ. τύπ. mezerlik.
Νεκροταφείο ό.π.τ. : Πηγαίνισκαν στο μεζερλίκ (Πήγαιναν στο νεκροταφείο) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Σε υπάγου μιά στα μεζερλίγια, σε οκουτσήσ’ μιά λημόρι μας (Θα πάω στο νεκροταφείο, θα διαβάσει ο παπάς στον τάφο μας) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6