ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεϊντανί (ουσ. ουδ.) μεϊτανί [meitaˈni] Αξ. Πληθ. μεϊντανούδια [meidaˈnuðʝa] Τελμ. μεϊντανία [meidaʹnia] Τσελτ. Από το τουρκ. ουσ. meydani = είδος ακριβού σκουρόχρωμου ριγέ υφάσματος.
Είδος γυναικείου φορέματος, κεντημένο πουκάμισο ό.π.τ.