μεϊντανί
(ουσ. ουδ.)
μεϊτανί
[meitaˈni]
Αξ.
Πληθ.
μεϊντανούδια
[meidaˈnuðʝa]
Τελμ.
μεϊντανία
[meidaʹnia]
Τσελτ.
Από το τουρκ. ουσ. meydani = είδος ακριβού σκουρόχρωμου ριγέ υφάσματος.
Είδος γυναικείου φορέματος, κεντημένο πουκάμισο
ό.π.τ.