ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεϊβάς (ουσ. αρσ.) μεϊβάς [meiˈvas] Τσουχούρ., Φάρασ. μεϊβά [meiˈva] Αραβαν., κ.α., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ. Πληθ. μεϊβάδια [mejˈvaðʝa] Μαλακ., Τελμ., Τζαλ. μεϊβάια [meiˈvaja] Μισθ., Ουλαγ. μεϊβάρια [meiˈvarʝa] Αραβαν. μεϊβάδε [meiʹvaðe] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. meyve, όπου και διαλεκτ. τύπ. meyva = α) καρπός β) προϊόν. Η σημ. ‘οπωροφόρο δέντρο’ από την τουρκ. φρ. meyve ağacı. Πβ. ποντ. μεϊβά.
1. Καρπός δέντρου, φρούτο, οπωρικό Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ. : Του καρυδού ο μεϊβάς (Ο καρπός της καρυδιάς) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Αδέ τα μεϊβάδε έφτασαν μα; (Εδώ ωρίμασαν οι καρποί;) Φάρασ. -Αναστασ. Το γιόροζ ναίκα μι το γαϊβέ τ’ 'ντάμα ήφερεν ντο κι ένα τεψί μεϊβάρια. Το γιόροζ ναίκα λέγ’ «Γιάβρου μ’, έπαρ’ ένα μεϊβά και φά’ το» (Η γριά γυναίκα μαζί με τον καφέ του του έφερε κι ένα δίσκο φρούτα. Η γριά γυναίκα λέει «Παιδί μου, πάρε ένα φρούτο και φἀ’ το») Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντο κορίτσ̑’ εκού dράν’σε κι εν dικμέ, απάνω τ΄ γιμωμένο μεϊβάια (Το κορίτσι εκεί είδε ότι υπήρχε ένα δέντρο γεμάτο επάνω με καρπούς) Ουλαγ. -Κεσ. Σ̑άνιξαμ’ μεϊβάια μι ντα βορκότσια, μαράσκηνα, μήλα, μπιαντιάμια τσ̑ι τρώιξαμ’ Χρουστού Πάσκα (Φτιάχναμε ξερά φρούτα με βερίκοκκα, δαμάσκηνα, μήλα, αμύγδαλα και τρώγαμε τα Χριστούγεννα) Μισθ. -Κοτσαν. Υστέρου θέλ’κιν να ποίτσει τσ̑αι ο πεθερός α δώρο ση νύφη, α μεϊβάς, α ζαρταούδι ή α μήου (Ύστερα θέλησε να κάνει και ο πεθερός δώρο στην νύφη, ένα φρούτο, ένα βερίκοκκο, ένα μήλο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Του τζ̑ο φτένει μεϊβάς του τσ̑αλού κόφτουν ντα σ̑η ρίζα (Το δέντρο που δεν κάνει καρπό το κόβουν από την ρίζα˙ περιφρονητικά για τις στείρες γυναίκες) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. γεμίσια :1, ζαρζαβάτι :2, μπιτιργκένι
2. Οπωροφόρο δέντρο ό.π.τ. : Σο ντενgίσ̑ μέσα ήτο ένα μεϊβά (Μέσα στην λίμνη ήταν ένα οπωροφόρο δέντρο) Τελμ. -Dawk. Μπουντατίζουμ' τα μεϊβάδια, σόνgρα κουβαλούμ' πάλι ση ράχη μας τα ξύλα, απλώνουμ' τα σο δώμα να ξωρώσου (Κλαδεύουμε τα οπωροφόρα δέντρα, ύστερα κουβαλάμε πάλι στη ράχη μας τα ξύλα, τα απλώνουμε στο δώμα να ξεραθούν) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ατζ̑εί αβτζ̑ής θωρεί ’τι το παγάνι ένι άντι τζ̑εννέτι τζ̑’ είνται φυτεμένα χερ ’ς το ξύον τζ̑αι χερ ’ς τα μεϊβάδε (Εκεί ο κυνηγός βλέπει ότι η χαράδρα είναι σαν παράδεισος και είναι φυτεμένα κάθε λογής δέντρα, οπωροφόρα και μη) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Χέρ στον τουλού τα μεϊβάδε είσ̑ε (Είχε σε αφθονία όλα τα οπωροφόρα δέντρα) Φάρασ. -Dawk. Ανέβηνε σ' ένα μεϊβά, μπασλάτ'σε να τσαλτίσ' το νταμρά (Ανέβηκε σ' ένα δέντρο, άρχισε να παίζει τον ταμπουρά) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το σ̑ειμό τ͑σ̑ιπ͑ του μεϊβαδίουν οι νώμοι τσακώθαν (Τον χειμώνα έσπασαν τα κλαδιά όλων των οπωροφόρων) Φάρασ. -Αναστασ. Αυληγιού τ’ ορταλι̂́χ’ στρωμένο ένα σοφρά, κι απ΄ απάνω τ’ ζάισ̑κεν dο σ̑κέρης ένα μεϊβά γομωμένο κεράσ̑α (Στη μέση της αυλής στρωμένο ένα τραπέζι κι από πάνω του έριχνε σκιά ένα δέντρο γεμάτο κεράσια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ένι μιά αγαdζά, ούλα τα τσεσ̑έτια μεϊβά έσ̑ει τα απάνου του (Eίναι ένα δέντρο, έχει απάνω του όλων των ειδών τα φρούτα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 || Παροιμ. Ασ΄ σο καλό το μεϊβά φύενται καλό καρπό (Από το καλό το δέντρο βγαίνει καλός καρπός˙ από άξιους γονείς γεννιούνται καλά παιδιά) -ΚΜΣ-Θεοδ. Το καλό μεϊβά βγάλλει καλό γεμίς (Το καλό το δέντρο βγάζει καλό καρπό˙ το ίδιο) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.