μεϊντανλίκι
(ουσ. ουδ.)
μεϊντανλι̂́χ’
[meidanʹlɯx]
Φλογ.
μεϊνταννίκ’
[meidaʹnik]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. meydanlık = πλατεία, ανοιχτωσιά.
Πλατεία, ανοιχτωσιά
ό.π.τ.
:
Και λέχ’ βασ̑ιλός: «Εντώ αζ βγκ̇ει σο μεϊντανλι̂́χ’, και να το δώκω πολύ μπαχσ̑ίς, να φέρ’ και το μοχΰρι μ’
(Και λέει ο βασιλιάς «Αυτός (ο άνδρας) ας βγει στην πλατεία και θα του δώσω μεγάλη αμοιβή, αν φέρει την σφραγίδα μου»)
Φλογ.
-Dawk.