ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεϊντανλίκι (ουσ. ουδ.) μεϊντανλι̂́χ’ [meidanʹlɯx] Φλογ. μεϊνταννίκ’ [meidaʹnik] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. meydanlık = πλατεία, ανοιχτωσιά.
Πλατεία, ανοιχτωσιά ό.π.τ. : Και λέχ’ βασ̑ιλός: «Εντώ αζ βγκ̇ει σο μεϊντανλι̂́χ’, και να το δώκω πολύ μπαχσ̑ίς, να φέρ’ και το μοχΰρι μ’ (Και λέει ο βασιλιάς «Αυτός (ο άνδρας) ας βγει στην πλατεία και θα του δώσω μεγάλη αμοιβή, αν φέρει την σφραγίδα μου») Φλογ. -Dawk.