ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μελενγκίτς (ουσ. ουδ.) μενενgίτς̑ [menenˈɟitʃ] Αξ. μελενgίτς̑ [melenˈɟitʃ] Αξ., Τροχ. μελένgουτζα [meˈleŋgudza] Σίλατ. μελενgούτζα [meleŋˈgudza] Σίλατ. Από το τουρκ. ουσ. meneviş = α) τερέβινθος β) κέλτις, μελικουκιά, όπου και διαλεκτ. τύπ. melengiş (Tietze 2019: λ. melengiç).
1. Το δέντρο τερέβινθος (pistacia terebinthus), κοινώς τσικουδιά Αξ., Τροχ.
2. Ο καρπός της τερέβινθου, τσίκουδο Αξ.
3. Ρετσίνι, κόμμι, από τον κορμό του φυτού τερέβινθος και συνεκδ. κόμμι δένδρων γενικώς Σίλατ. Συνών. κουλλάντηρα, μελοκλάνταρο