μέλισσα
(ουσ. θηλ.)
μέλισσα
[ʹmelisa]
Ανακ., Μισθ., Φάρασ.
Αρχ. ουσ. μέλισσα.
Μέλισσα
ό.π.τ.
:
Άμα αρχίναναν και τρώισ̑καν το μέλ’ διωχνισ̑κάν τα άλλα τα μέλισσες
(Αυτοί (ενν. οι κηφήνες) όταν άρχιζαν και έτρωγαν το μέλι, τους έδιωχναν οι άλλες μέλισσες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Και τα μέλισσες πόθαναν κι ετά, όλα τα χόρτα καθάρισάν τα
(Και οι μέλισσες πέθαναν κι αυτές, γιατί όλα τα χόρτα τα καθάρισαν (οι ακρίδες))
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τα μέλισσες πεθανίσκουν
(Οι μέλισσες πεθαίνουν, όχι ψοφούν, όπως τα ἀλλα ζὠα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Άγρια μέλισσα
(Αγριομέλισσα˙ σφήκα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
μελίσσι, Πβ.
αγριομέλισσα