ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μέλισσα (ουσ. θηλ.) μέλισσα [ʹmelisa] Ανακ., Μισθ., Φάρασ. Αρχ. ουσ. μέλισσα.
Μέλισσα ό.π.τ. : Άμα αρχίναναν και τρώισ̑καν το μέλ’ διωχνισ̑κάν τα άλλα τα μέλισσες (Αυτοί (ενν. οι κηφήνες) όταν άρχιζαν και έτρωγαν το μέλι, τους έδιωχναν οι άλλες μέλισσες) Ανακ. -Κωστ.Α. Και τα μέλισσες πόθαναν κι ετά, όλα τα χόρτα καθάρισάν τα (Και οι μέλισσες πέθαναν κι αυτές, γιατί όλα τα χόρτα τα καθάρισαν (οι ακρίδες)) Ανακ. -Κωστ.Α. Τα μέλισσες πεθανίσκουν (Οι μέλισσες πεθαίνουν, όχι ψοφούν, όπως τα ἀλλα ζὠα) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Άγρια μέλισσα (Αγριομέλισσα˙ σφήκα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. μελίσσι, Πβ. αγριομέλισσα