μελίσσι
(ουσ. ουδ.)
μελίσσι
[meˈlisi]
Φάρασ.
μελίσσ'
[meˈlis]
Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ.
μελίσ̑σ̑'
[meˈliʃ]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
μελίζ'
[meˈliz]
Ουλαγ.
Πληθ.
μελίσσια
[meˈlisça]
Γούρδ., Μαλακ.
μελίσ̑σ̑α
[meˈliʃa]
Τσουχούρ.
μελίσσε
[meˈlise]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. μελίσσιν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. μελίσσιον (υποκορ. του αρχ. μέλισσα).
1. Μελίσσι
Ανακ., Γούρδ., Φάρασ.
:
Έχω δύο μελίσσε, τζ̑αι πουάγω αμ μπούτσ̑ι μέλι
(Έχω δύο μελίσσια, και πουλώ λίγο μέλι)
Φάρασ.
-Dawk.
Σο Βαρασό ταήμισα είχανε μελίσσε
(Στα Φάρασα οι μισοί είχανε μελίσσια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Α λαλήσ’ ανατολή, ας χαιραστούν ότις έχουν μελίσσια
(Αν φυσήξει ανατολικός άνεμος, θα χαρούν όσοι έχουν μελίσσια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τα ’ρκούδε 'αχτούνε τα μελίσσα τουν τζ̑αι τρων το μέλι
(Οι αρκούδες κλοτσάνε τα μελίσσια τους και τρώνε το μέλι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Τσ̑ιρπώ το μελίσσ'
(Τινάζω το μελίσσι˙ κουνώ το μελίσσι, όταν έχει πιαστεί σε δέντρο ή κάπου αλλού, για να μπει στην νέα του κατοικία)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
2. Μέλισσα
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Μελισσιού το αγκάχ'
(Το κεντρί της μέλισσας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μελίσ̑σ̑ού το κεντζ̑ίρ’
(Το κεντρί της μέλισσας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μελισσού πετέτσ'
(Κυψέλη μελισσών)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
To μελίσσ' κέν'σε το χέρι τ'
(Η μέλισσα τσίμπησε το χέρι του)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Τσ̑έντ’σιν μι dου μελίσσ’
(Με τσίμπησε η μέλισσα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Χάθ' η γρέ, τζ̑' 'ενότουν τζ̑αι το μιτσίκκο η κόρη της μελίσσι
(Πέθανε η γριά και έγινε και η μικρή της κόρη μέλισσα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Τσαλιστιέγκανι τσιπ οι χορώτοι ανdί μελίσ̑σ̑α
(Δούλευαν όλοι οι χωρικοί σαν μέλισσες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Παροιμ.
Τσ̑ιπ τα μελίσσε μέλιν τζ̑ο φτένουνε
(Όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι˙ Δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ικανότητες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μέλισσα