ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μελίσσι (ουσ. ουδ.) μελίσσι [meˈlisi] Φάρασ. μελίσσ' [meˈlis] Ανακ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ. μελίσ̑σ̑' [meˈliʃ] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φλογ. μελίζ' [meˈliz] Ουλαγ. Πληθ. μελίσσια [meˈlisça] Γούρδ., Μαλακ. μελίσ̑σ̑α [meˈliʃa] Τσουχούρ. μελίσσε [meˈlise] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. μελίσσιν, το οπ. από το μεταγν. ουσ. μελίσσιον (υποκορ. του αρχ. μέλισσα).
1. Μελίσσι Ανακ., Γούρδ., Φάρασ. : Έχω δύο μελίσσε, τζ̑αι πουάγω αμ μπούτσ̑ι μέλι (Έχω δύο μελίσσια, και πουλώ λίγο μέλι) Φάρασ. -Dawk. Σο Βαρασό ταήμισα είχανε μελίσσε (Στα Φάρασα οι μισοί είχανε μελίσσια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Α λαλήσ’ ανατολή, ας χαιραστούν ότις έχουν μελίσσια (Αν φυσήξει ανατολικός άνεμος, θα χαρούν όσοι έχουν μελίσσια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τα ’ρκούδε 'αχτούνε τα μελίσσα τουν τζ̑αι τρων το μέλι (Οι αρκούδες κλοτσάνε τα μελίσσια τους και τρώνε το μέλι) Φάρασ. -Παπαδ. || Φρ. Τσ̑ιρπώ το μελίσσ' (Τινάζω το μελίσσι˙ κουνώ το μελίσσι, όταν έχει πιαστεί σε δέντρο ή κάπου αλλού, για να μπει στην νέα του κατοικία) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Μέλισσα Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ. : Μελισσιού το αγκάχ' (Το κεντρί της μέλισσας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μελίσ̑σ̑ού το κεντζ̑ίρ’ (Το κεντρί της μέλισσας) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Μελισσού πετέτσ' (Κυψέλη μελισσών) Μισθ. -Κωστ.Μ. To μελίσσ' κέν'σε το χέρι τ' (Η μέλισσα τσίμπησε το χέρι του) Γούρδ. -Καράμπ. Τσ̑έντ’σιν μι dου μελίσσ’ (Με τσίμπησε η μέλισσα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Χάθ' η γρέ, τζ̑' 'ενότουν τζ̑αι το μιτσίκκο η κόρη της μελίσσι (Πέθανε η γριά και έγινε και η μικρή της κόρη μέλισσα) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Τσαλιστιέγκανι τσιπ οι χορώτοι ανdί μελίσ̑σ̑α (Δούλευαν όλοι οι χωρικοί σαν μέλισσες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Τσ̑ιπ τα μελίσσε μέλιν τζ̑ο φτένουνε (Όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι˙ Δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ικανότητες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. μέλισσα