μελισσόκκο
(ουσ. ουδ.)
μελισσόκκο
[meliˈsoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. μεσν. μελίσσι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
Μελισσούλα
:
Είχαμε α μελισσόκκο, χάσαμέν ντα
(Είχαμε μιά μελισσούλα, την χάσαμε)
Φάρασ.
-Dawk.