μελοσούζης
(επίθ.)
μελοσούζ'
[meloˈsuz]
Μαλακ.
Από το ουσ. μυαλό, όπου και τύπ. μελός αναλογ. προς το ακιλσούζης (< τουρκ. επίθ. akılsız = άμυαλος).
Άμυαλος