μεμνούνος
(επίθ.)
μεμνούνος
[meˈmnunos]
Φάρασ.
μεμνούν
[meˈmnun]
Αραβαν., Ουλαγ.
μεμνούνι
[meˈmnuni]
Φάρασ.
μεμούνη
[meˈmuni]
Φάρασ.
μεμνόν
[meˈmnon]
Αξ.
Θηλ.
μεμνούνισσα
[meˈmnunisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. memnun = α) ευχαριστημένος, ικανοποιημένος β) υποχρεωμένος.
Ικανοποιημένος, ευχαριστημένος
ό.π.τ.
:
Νίσ̑κομαι μεμνούν
(Είμαι ευχαριστημένος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ντο πήα ντο τόπος πολύ μεμνούν έν-να
(Στο μέρος που πήγα πολύ ευχαριστήθηκα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
'ενόμουν πολύ μεμνούνι του γλύτωσες τζ̑αι τον ήφαρες το γιό μου
(Ευχαριστήθηκα πολύ που τον γλύτωσες και τον έφερες το γιό μου)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Μποίκι τση μεμνούνισσα
(Tην ευχαρίστησε)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Να σας ψήσωμε Πόλης τα καλά φαγήματα, σε τα διείτε κι σενά γενείτε μεμνούνις
(Θα σας μαγειρέψουμε τα ωραία φαγητά της Πόλης, θα τα δείτε και θα ευχαριστηθείτε)
Σίλ.
-Συλλ.