ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μεμνούνος (επίθ.) μεμνούνος [meˈmnunos] Φάρασ. μεμνούν [meˈmnun] Αραβαν., Ουλαγ. μεμνούνι [meˈmnuni] Φάρασ. μεμούνη [meˈmuni] Φάρασ. μεμνόν [meˈmnon] Αξ. Θηλ. μεμνούνισσα [meˈmnunisa] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. memnun = α) ευχαριστημένος, ικανοποιημένος β) υποχρεωμένος.
Ικανοποιημένος, ευχαριστημένος ό.π.τ. : Νίσ̑κομαι μεμνούν (Είμαι ευχαριστημένος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντο πήα ντο τόπος πολύ μεμνούν έν-να (Στο μέρος που πήγα πολύ ευχαριστήθηκα) Ουλαγ. -Κεσ. 'ενόμουν πολύ μεμνούνι του γλύτωσες τζ̑αι τον ήφαρες το γιό μου (Ευχαριστήθηκα πολύ που τον γλύτωσες και τον έφερες το γιό μου) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μποίκι τση μεμνούνισσα (Tην ευχαρίστησε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Να σας ψήσωμε Πόλης τα καλά φαγήματα, σε τα διείτε κι σενά γενείτε μεμνούνις (Θα σας μαγειρέψουμε τα ωραία φαγητά της Πόλης, θα τα δείτε και θα ευχαριστηθείτε) Σίλ. -Συλλ.