μεντρεσές
(ουσ. αρσ.)
μα̈τρα̈σ̑α̈́ς
[mæˈtræʃæs]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. μενδρεσές, το οπ. από το τουρκ. ουσ. medrese (< αραβ. madrasa(t)) = ιεροδιδασκαλείο. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Μεντρεσές, ανώτερη σχολή