μερασαργά
(επίρρ.)
μερασαργά
[merasarˈɣa]
Αξ.
Από την λεξικοποίηση της φρ. μέρα ως αργά (Μαυροχαλυβίδης & Κεσίσογλου 1960: 78).
Aπό το πρωί ως το βράδυ