μεράπι
(ουσ. ουδ.)
μεράπι
[meˈrapi]
Φάρασ.
μεράbι
[meˈrabi]
Φάρασ.
Πληθ.
μεράπε
[meˈrape]
Φάρασ.
Από το επίθ. ήμερος (με αποβ. του αρκτικού [i]) και το αρχ. ουσ. ἄπιον. Ο τύπ. μεράbι με ηχηροπ. του [p] > [b].
1. Ήμερο αχλάδι
Φάρασ.
:
Βγάζαμε κοτσ̑ί, μήλα, μεράπε, τσ̑ουβάσε, κυδώνε
(Βγάζαμε σιτάρι, μήλα, ήμερα αχλάδια, τσίκουδα, κυδώνια)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Ατζ̑εί νισκούτουν τα κα τα μεράπε, τα γλυτζ̑έ τα μήα
(Εκεί γίνονταν τα καλά αχλάδια, τα γλυκά τα μήλα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Τα κα τα μεράπε τρων ντα του ρουσ̑ού τα σ̑οιρίδε
(Τα καλά τα αχλάδια τα τρώνε του βουνού τα γουρούνια˙ Για πράγματα αξίας που περιέρχονται σε ανάξιους ανθρώπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
απίδι, αχράδι
2. Αχλαδιά
:
Λήdεψε ατιάς σου μεραπού τη ρίζα 'σ' τα βράδε
(Τις έδεσε (ενν. τις αλεπούδες) στη ρίζα της αχλαδιάς από τις ουρές τους)
Φάρασ.
-Dawk.
Να υπάμε 'ς α μεράπι κάτου
(Να πάμε κάτω από μία αχλαδιά)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Αν του μεραπού τα φύα πουά
(Πολλά σαν τα φύλλα της αχλαδιάς˙ Έκφραση μεγάλης ποσότητας, αλλά και ευχή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.