μερί
(ουσ. ουδ.)
μερί
[meˈri]
Κίσκ., Φάρασ.
Πληθ.
μερία
[meˈria]
Αφσάρ.
μεριά
[meˈrʝa]
Σινασσ.
Aπό το μεσν. ουσ. μερίον (< αρχ. μηρίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μηρός).
Μηρός
:
Ένας όργο δεν είχε κι έκαμε του μεριού τ΄ όργο
(Κάποιος δεν είχε δουλειά και έκανε δουλειές του ποδαριού, ασχολούνταν με τιποτένια πράγματα· «αργία μήτηρ πάσης κακίας»)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Φρ.
Κοτίγιαρα σα μεριά σ' και σα κωλομέρια σ'
((Να βγάλεις) κακή πληγή στα μεριά και στα κωλομέρια σου˙ αρά)
Σινασσ.
-Βλασ.