ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μερζεβούλ (ουσ. αρσ.) μερζεβίλ [merzeˈvil] Ανακ., Μαλακ. μερζεβής [merzeˈvis] Σινασσ. μερτζεβής [merdzeˈvis] Σινασσ. μερζεβούλης [merzeˈvulis] Σινασσ. μερτζεβούλης [merdzeˈvulis] Σινασσ. Από το μεταγν. ουσ. βεελζεβούλ = διάβολος. Το αρκτ. μ- ανομοιωτ. με ευφημητ. παραμόρφωση.
Διάβολος, δαίμονας ό.π.τ. Συνών. άνεμος, διάβολος, διαβόλι, διάτανος