μερζεβούλ
(ουσ. αρσ.)
μερζεβίλ
[merzeˈvil]
Ανακ., Μαλακ.
μερζεβής
[merzeˈvis]
Σινασσ.
μερτζεβής
[merdzeˈvis]
Σινασσ.
μερζεβούλης
[merzeˈvulis]
Σινασσ.
μερτζεβούλης
[merdzeˈvulis]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. βεελζεβούλ = διάβολος. Το αρκτ. μ- ανομοιωτ. με ευφημητ. παραμόρφωση.