διαβόλι
(ουσ.)
γιαβόλι
[ʝaˈvoli]
Ουλαγ.
Από το ουσ. διάβολος, όπου και τύπ. γιάβολος, και το επίθμ. -ιον > -ι.
Διάβολος
:
Χιωρεί γιαβόλια, ίπτε να έρτ’ άγγελο Γκύριο, εκεινό να παρ’ ντο ψυή· σόγνα, αν ντεν έν’ καλό ψυή, να ο πάρον ντα γιαβόλια
(Βλέπει (ενν. ο ετοιμοθάνατος) διαβόλους, πρώτα θα έρθει ο άγγελος Κυρίου να πάρει την ψυχή του· μετά, αν δεν είναι καλή ψυχή θα τον πάρουν τα διαβόλια)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
άνεμος :2, διάβολος, διάτανος, μερζεβούλ