ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διαβόλι (ουσ.) γιαβόλι [ʝaˈvoli] Ουλαγ. Από το ουσ. διάβολος, όπου και τύπ. γιάβολος, και το επίθμ. -ιον > -ι.
Διάβολος : Χιωρεί γιαβόλια, ίπτε να έρτ’ άγγελο Γκύριο, εκεινό να παρ’ ντο ψυή· σόγνα, αν ντεν έν’ καλό ψυή, να ο πάρον ντα γιαβόλια (Βλέπει (ενν. ο ετοιμοθάνατος) διαβόλους, πρώτα θα έρθει ο άγγελος Κυρίου να πάρει την ψυχή του· μετά, αν δεν είναι καλή ψυχή θα τον πάρουν τα διαβόλια) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. άνεμος :2, διάβολος, διάτανος, μερζεβούλ