ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δευτεριάτικος (ουσ. ουδ.) δευτεριάτικο [ðefteˈrʝatiko] Σινασσ., Φερτάκ. τευτεριάτικο [tefteˈrʝatiko] Φερτάκ. ντευτεριάσ̑κο [defteˈrʝaʃko] Αραβαν. Νεότ. επίθ. δευτεριάτικος, το οπ. από το ουσ. Δευτέρα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
1. Αυτός που γίνεται κατά την Δευτέρα ό.π.τ. : Τευτεριάτικο τσιμ πουρνί (Την Δευτέρα πρωί πρωί) Φερτάκ. -ΚΜΣ-ΚΠ299
2. Ως ουσ., η αμοιβή σε χρήματα ή σε είδος που δινόταν από τους μαθητές στους δασκάλους Σινασσ.