δευτεριάτικος
(ουσ. ουδ.)
δευτεριάτικο
[ðefteˈrʝatiko]
Σινασσ., Φερτάκ.
τευτεριάτικο
[tefteˈrʝatiko]
Φερτάκ.
ντευτεριάσ̑κο
[defteˈrʝaʃko]
Αραβαν.
Νεότ. επίθ. δευτεριάτικος, το οπ. από το ουσ. Δευτέρα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
1. Αυτός που γίνεται κατά την Δευτέρα
ό.π.τ.
:
Τευτεριάτικο τσιμ πουρνί
(Την Δευτέρα πρωί πρωί)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ299
2. Ως ουσ., η αμοιβή σε χρήματα ή σε είδος που δινόταν από τους μαθητές στους δασκάλους
Σινασσ.