δεσποτικός
(επίθ.)
δεσποτικός
[ðespotiˈkos]
Ανακ., Μαλακ., Φάρασ.
Πληθ. Ουδ.
δεσποτικά
[ðespotiˈka]
Ανακ., Φλογ.
Από το αρχ. επίθ. δεσποτικός = τυραννικός.
1. Αυτός που σχετίζεται με τον δεσπότη, τον επίσκοπο
ό.π.τ.
:
Το δεσποτικό το παγκάρι
(Το δεσποτικό παγκάρι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
2. Στο ουδ. πληθ., τα χρήματα που δίνονται ετησίως εν είδει φόρου στον επίσκοπο
Ανακ., Φλογ.