ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Δευτέρα (ουσ.) Δευτέρα [ðeˈftera] Ανακ., Δίλ., Σατ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. Ντευτέρα [deˈftera] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τσαρικ., Φερτάκ. Λευτέρα [leˈftera] Σίλ. Από μεταγν. ουσ. Δευτέρα, το οπ. από τον θηλ. τύπ. του αρχ. επιθ. δεύτερος με παράλειψη του ουσ. ἡμέρα.
Η ημερά της εβδομάδας μετά την Κυριακή ό.π.τ. : Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη δεν τρώνκαμε τίποτα (Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη δεν τρώγαμε τίποτα, ενν. μέχρι να βραδιάσει κατά την νηστεία της Σαρακοστής) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Χουρστού Πάσκας φέτους αλές̑ Ντευτέρα 'νι (Τα Χριστούγεννα φέτος μάλλον πέφτουν Δευτέρα) Μισθ. -Φατ. Ντευτέρα μέρα παίνιξαν να ρανήσ'νι ντου σεντόν' νυφιού (Την Δευτέρα (μετά τον γάμο) πήγαιναν να δουν το σεντόνι της νύφης) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Μεγάλη Λευτέρα (Μεγάλη Δευτέρα˙ η Δευτέρα πριν την Κυριακή της Ανάστασης) Σίλ. -Κωστ.Σ. Καθαρά Δευτέρα (Καθαρή Δευτέρα˙ Καθαρά Δευτέρα) Σινασσ. -Αρχέλ. Καχαρή Ντευτέρα (Καθαρή Δευτέρα˙ το ίδιο) Τσαρικ. -Κωστ.Μ. Δευτέρα γαbρός είσαι (Είσαι σαν τον γαμπρό της Δευτέρας˙ είσαι τεμπέλης) Δίλ. -ΙΛΝΕ