ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

δεφτερίτης (ουσ. αρσ.) δεφτερἰτ' [ðefteˈrit] Σίλατ. λεφτερίτης [lefteˈritis] Ανακ. Από το ουσ. διφθερίτις, το οπ. αποτελεί προσαρμογή του γαλλ. ιατρ. όρου diphthérite. Ο τύπ. από λ- με παρετυμολ. προς το ουσ. λευτεριά (για την ιστορία της λ. βλ. ΙΛΝΕ, λ. διφθερίτιδα).
Η ασθένεια διφθερίτιδα ό.π.τ. Συνών. μπογματζά