διαβολίζω
(ρ.)
ντιαβολίζου
[dʝavoˈlizu]
Μισθ.
Μτχ.
ντιαβολισμένου
[dʝavoliˈzmenu]
Μισθ.
Νεότ. ρ. διαβολίζω, το οπ. από το ουσ. διάβολος με παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Δαιμονίζω
:
Μη με ντιαβολίεις
(Mη με δαιμονίζεις)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. H μτχ., αυτός που έχει καταληφθεί από δαίμονες, δαιμονισμένος
Συνών.
δίνω