διάκος
(ουσ.)
διάκος
[ˈðʝako]
Τελμ.
διάκους
[ˈðʝakus]
Μαλακ.
dιάκος
[ˈdʝakos]
Αξ., Αραβαν., Φερτάκ.
γιάκος
[ˈʝakos]
Αραβαν., Γούρδ.
γιάκους
[ˈʝakus]
Σίλ.
Μεσν. ουσ. διάκος, που ανάγεται στο μεταγν. διάκων με μεταπλ. κατά τα δευτερόκλιτα (πβ. γέρων - γέρος).
Διάκος, ο κατώτερος βαθμός της ιεροσύνης
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Ψάλλε, παπά, ασ' σο έψαλλες, διάκοι, μη σκανδαλιέστε
Ψάλλε και συ, πρωτόπαπα, μη χάνεις το Βαγγέλι (Ψάλλε, παπά, όπως έψελνες, διάκοι, μη σκανδαλίζεσθε
Ψάλλε και συ, πρωτόπαπα, μη χάνεις το Ευαγγέλιο) Τελμ. -Lag.
Ψάλλε και συ, πρωτόπαπα, μη χάνεις το Βαγγέλι (Ψάλλε, παπά, όπως έψελνες, διάκοι, μη σκανδαλίζεσθε
Ψάλλε και συ, πρωτόπαπα, μη χάνεις το Ευαγγέλιο) Τελμ. -Lag.