ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

διάβολος (ουσ. αρσ.) διάβολος [ˈðʝavolos] Καππ. διάβουλους [ˈðʝavulus] Μαλακ. διάβ'λους [ˈðʝavlus] Μισθ., Φάρασ. διάβγολος [ˈðʝavɣolos] Καππ., Φάρασ. διάολος [ˈðʝaolos] Δίλ., Μισθ. διάουλους [ˈðʝaulus] Μισθ. γιάβ'λους [ˈʝavlus] Σίλ. ντιάβολος [ˈdʝavolos] Αξ., Αραβαν., Σίλατ. ντι-άβολος [diˈavolos] Αραβαν., Μισθ. ντιάβολοζ [ˈdʝavoloz] Αξ. ντιάβολους [ˈdʝavolus] Μισθ. γιάβολος [ˈʝavolos] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ. τζ̑άβολος [ˈdʒavolos] Αραβαν., Φερτάκ. ντιάολους [ˈdʝaοlus] Μισθ. ντιάουλους [ˈdʝaulus] Μισθ., Τσαρικ. ντι-άουλος [diˈaulos] Μισθ. ντιάβ'λους [ˈdʝavlus] Μισθ. δέβολος [ˈðevolos] Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ. δα̈́βολος [ˈðævolos] Φάρασ. δέβοβος [ˈðevovos] Καππ. δίεβος [ˈðievos] Φάρασ. δι-έβος [ðiˈevos] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. δέβος [ˈðevos] Φάρασ. δι-έους [ðiˈeus] Αφσάρ., Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. διάβολος = Εωσφόρος, ο ἀρχοντας των δαιμόνων (αρχ. σημ. ‘συκοφάντης’). Ο τύπ. διάολος με σίγηση του μεσοφωνηεντ. [v] και απλοποίηση των επάλληλων φωνηέντων, με αποβολή του ασθενέστερου [ο]. Ο τύπ. δέβος με απλοποίηση των δύο διαδοχικών [ο] μετά την σίγηση του μεσοφωνηεντ. [l]. Ο τύπ. δέβοβος από το δέβολος με αφομ. [v-l] > [v-v].
1. Στην χριστιανική θρησκεία, το πνεύμα του κακού, ο Εωσφόρος ό.π.τ. : Σου διαβόλου τα σκάdαλα (Στου διαβόλου τα πειράγματα) Ανακ. -ΙΛΝΕ Κύριεψε σε γιάβολος (Σε κυρίεψε ο διάβολος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σίμων, Σίμων, ο δίεβος 'ύρεψεν ανdί κοτζέ να κοστζινίσει 'σένα (Πέτρο, Πέτρο, ο διάβολος θέλησε να σε κοσκινίσει σαν στάρι = Λουκ. 22.31 Σίμων, Σιμών, ἰδοῦ ὁ Σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον) Φάρασ. -Lag. Διαβόλ' τζινίχ' (Διαβόλου χάντρα, μαύρη γυαλιστερή πέτρα που την έτριβαν και την έβαζαν πάνω σε δοθιήνα για να ανοίξει) Δίλ. -Κωστ.Μ. Ν'τα φυάξουμ', 'σώστου να πάρ' ο δι-έβος 'σ' τζ̑ουφάλι μας τις Τούρτζ̑οι (Να τους προφυλάξουμε, ώσπου να πάρ' ο διάβολος τους Τούρκους απ' το κεφάλι μας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Ο δι-έβος ήτουνε κακός (Ο διάβολος ήταν κακός) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Φρ. Διαβόλ' φωλιά πάτ'σι (Διαβόλου φωλιά πάτησε˙ η αναπηρία ως αποτέλεσμα διαβολικής επήρειας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Άιdε 'ζ ντιαβόλ' κόλασ̑η! (Άντε στου διαβόλου την κόλαση!˙ άντε στον διάλο!) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τ' ψ̑υχή τ' ντώκεν ντο στο ντιάβολε (Την ψυχή την έδωσε στον διάβολο˙ ψευδόρκησε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έφτυσα τον δα̈́βολο (Έφτυσα τον διάβολο˙ συμφιλιώθηκα με κάποιον) Φάρασ. -ΙΛΝΕ Κάλεψε γιαβόλ' αλόγατα (Καβάλησε του διαβόλου τα άλογα˙ προέβη σε μιά παράλογη ενέργεια) Φλογ. -ΙΛΝΕ Σο καργιά τ' έμbη γιάβολος (Στην καρδιά του μπήκε διάβολος˙ πονηρεύτηκε) -Φωστ.-Κεσ. Σέμη ντιάβ'λους απεσ'νού τ' (Μπήκε ο διάβολος μέσα του˙ το ίδιο) Μισθ. -Κοτσαν. Άμι σου ντιάβ'λου! (Πήγαινε στον διάλο!) Μισθ. -Κοτσαν. 'ίνου του δεβόου! (Γίνε του διαβόλου!˙ άντε στον διάλο!) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 'ς σι πάρι ο δι-έους! (Ας σε πάρει ο διάβολος!˙ Να σε πάρει ο διάλος!) Φάρασ. -Bağr. Δώτσ̑εν τα αν γκρεμός ή αν δι-έβος (Του έδωσε έναν γκρεμό ή έναν διάβολο˙ δεν του έδωσε τίποτα) Αφσάρ. -Αναστασ. 'ς σες πάρ' ο δι-έβος 'πομbρό μου! (Να σας πάρει ο διάβολος από μπροστά μου!˙ χαθείτε από μπρος μου!) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Ανάθεμά σε, διάβολε! Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. 'σ' σου να είσαι ισάνι, να 'ινείζ α δι-έβος έν' (Αντί να είσαι άνθρωπος, καλύτερα να ήσουν διάβολος˙ για πολύ μοχθηρό άνθρωπο) Φάρασ. -ΙΛΝΕ Ντιάβολος το τσ̑αρπτά ονgdούζ̑· ινσάνος το τσ̑αρπτά ντεν ονgdούζ̑' (Αυτός που τον χτυπά ο διάβολος συνέρχεται· αυτός που τον χτυπά ο άνθρωπος δεν συνέρχεται˙ το κακό που μας κάνουν οι άνθρωποι είναι τόσο μεγάλο που ξεπερνά και το κακό που μπορεί να μας κάνει ο διάβολος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γιάβολος ασ' το τύμνιαμα ντε χαζλανdι̂́σ̑' (Του διαβόλου δεν του αρέσει το θυμίαμα˙ αποφεύγει κάτι όπως ο διάβολος το λιβάνι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τα καλά συναγμένα τα μισά του νοικοκύρη, τα μισά του διαβόλου· τα κακά συναγμένα όλα του διαβόλου και ο νοικοκύρης μαζί (Αυτά που τα αποκτά κανείς με δίκαιο τρόπο είναι μισά δικά του και μισά του διαβόλου· αυτά που αποκτιούνται με άδικο τρόπο γρἠγορα χάνονται˙ ακόμα κι αυτά που αποκτιούνται δίκαια ανήκουν μόνο κατά το ήμισυ σε αυτόν που τα απέκτησε, ενώ αυτά που αποκτιούνται με άδικο τρόπο είναι προορισμένα να χαθούν) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Πάλ’ έκωσαν σου δι-έβου τα ατέτ͑ε
'σ' το Θεό κόπην ς πίστης του το νήμα
( Πάλι στράφηκαν στου διαβόλου τις συνήθειες
Απ' τον Θεό κόπηκε της πίστης του το νήμα)
Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. άνεμος :2, διαβόλι, διάτανος, μερζεβούλ
β. Τετραπέρατος (σαν τον διάβολο) Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ. : 'ς ούλ-λα τα βεζίρια απάνω ήτουν γκι ένα κοντό-κονdό άμ-μα σο άκλι ντιαβολιού το μέγα ήτουν (Επικεφαλής όλων των βεζίρηδων ήταν ένας κοντός-κοντός αλλά ήταν ο αρχηγός των διαβόλων ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εκείνα 'ς άργαδά τ' με ντου ρανάς, ντιάβ'λους 'νι (Εκείνον στις δουλειές του μην τον βλέπεις έτσι, είναι πανέξυπνος ) Μισθ. -Κοτσαν. Ισύ εκεινό με ντρανάς, εκεινό γιάβολος 'ναι (Εκείνον μην τον βλέπεις έτσι, είναι πανέξυπνος ) Ουλαγ. -Κεσ. || Παροιμ. Ό,τι χαdάρ κονdό μπόι έχ' όσον ατό ντιάβολόζ 'ναι (Όσο κοντό μπόι έχει τόσο διάβολος είναι ˙ όσο μπόι του λείπει τόσο έξυπνος είναι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έσ' σην γκούφα σ' α δι-έβος, σην τζ̑οιλία σου έσ' 'κατό δεβόλοι! (Έχεις στην σκούφια σου έναν διάβολο μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους! ˙ για άνθρωπο που είναι τετραπέρατος μα δεν το δείχνει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
γ. Μοχθηρός, ύπουλος, κακός (σαν τον διάβολο) Αραβαν., Μισθ. : Ένα μπουλασ̑κ͑ι̂́ν' ντιάβολος 'τουν· μ' ούλ-λα τα πατισ̑άχια ζάισ̑κε μουχαρεbέ (Ένας φορτικός μοχθηρός ήταν· μ' όλους τους βασιλιάδες έκανε πόλεμο ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ανασουνά ντε πέριξι νύφ' ντετσιζού· τ' εαμεάρ' ντα νυφάις ντιαρά γιαΐ γέναν ντιαβόλ'; (Αναπνοή δεν έπαιρνε η (υποταγμένη) νύφη εκεί κάτω (ενν. στο Μιστί)· τώρα, γιατί οι δικές μας νύφες έγιναν διάβολοι; ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ατό ο νομάτ͑' 'πις 'τι ένι δι-έους (Αυτός σαν να είναι διάβολος ) Αφσάρ. -Αναστασ. || Φρ. Ντιαβολιού όργου (Διαβόλου έργο ˙ διαβολοδουλειά) Μισθ. -Κοτσαν. Γιαβ'λού ζουλειές (Διαβόλου δουλειές ˙ διαβολοδουλειές) -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Η κούφα του 'έμει δεβόλοι (Η σκούφια του είναι γεμάτη διαβόλους ˙ είναι μοχθηρός ή/και τετραπέρατος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Δαιμόνιο, ξωτικό ή φάντασμα ό.π.τ. : Και τ' άλλο ντιάβολος σ̑άν' ντο τ' αστίκ' (Και το άλλο δαιμόνιο το διαβεβαιώνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εκεί ήβρεν ένα μύλος, εκεί κειόταν ντιαόλ' (Εκεί βρήκε έναν μύλο, εκεί ήταν δαιμόνια) Αξ. -Dawk. Φάναν διαβόλ' σα μάτια του και τζένεψεν (Είδε φαντάσματα και τρελάθηκε) Ανακ. -ΙΛΝΕ Ήφαριν τιζ δεβόλοι, χώρτσιν ντα τα κοτζ̑ία (Έφερε τα δαιμόνια, ξεχώρισε (με την βοήθειά τους) τους σπόρους) Τσουχούρ. -Dawk. 'σ' τις δεβόλοι τζ̑ο πόρκα να πνώσω (Εξαιτίας των δαιμονίων δεν μπόρεσα να κοιμηθώ) Αφσάρ. -Αναστασ. Δι-έβος είσαι γιόσα ισάνι; (Δαιμόνιο είσαι ή άνθρωπος;) Φάρασ. -Dawk. 'στέρου ήρτανε δύο νομάτοι σο φσ̑όκκο· ήσανdαι δεβόλοι (Ύστερα ήρθανε δύο άτομα στο παιδί· ήταν δαιμόνια) Φάρασ. -Dawk. Με δι-έβος ήσουνε (Σίγουρα είσαι δαιμόνιο) Φάρασ. -Dawk. Γιάβ'λουροι ρεν αφήνουσ̑ι να ποίσ' τσ̑η ζουλειάν ντου (Τα δαιμόνια δεν αφήνουν να κάνει την δουλειά του) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Ντιαβόλ' σέμαν στα γουλτ͑ούχια τ' (Δαιμόνια μπήκαν στις μασχάλες του˙ σκέφτεται πονηρά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντιαβόλ' σέμαν στα σέμια τ' (Δαιμόνια μπήκαν στους ώμους του˙ το ίδιο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έχ' 'ς καργιά τ' ντιαβολιούζ (Έχει στην καρδιά του δαιμόνια˙ Είναι πολύ μοχθηρός) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εδώ μέσα 'νdαι δεβόλοι (Εδώ μέσα είναι δαιμόνια˙ για σπίτια που θεωρούνταν στοιχειωμένα) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Γεμώθαν οι δεβόλοι 'πέσου (Γέμισαν οι διάβολοι μέσα μου˙ νευρίασα πολύ) Φάρασ. -Αναστασ. 'εμώθ' η τσ̑οιλία του δι-έβοι (Γέμισε η κοιλιά του δαιμόνους˙ τον πιάσαν τα διαβόλια του) Φάρασ. -Αναστασ. Ας μουν ’ς το σον μέσ’ γιαβόλ’ (Ας μπουν μέσα σου διάβολοι˙ βρισιά) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555 || Παροιμ. Ένι του Σαγματά δι-έβος (Είναι του Σαγματά δαιμόνιο˙ είναι σαν δαίμονας, όπως αυτοί που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες μαζεύονταν τις νύχτες στο άγριο, βαθύ και απόκρημνο φαράγγι του Σαγματά έξω από τα Φάρασα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. 'Σο νάρτ'νε ντιαβόλ' ασ' το μύλο, φάισεν ντο (Μέχρι να φύγουν τα δαιμόνια από τον μύλο, τον έδερνε˙ τον έδερνε μέχρι το ξημέρωμα, δηλ. μέχρι να φύγουν τα δαιμόνια που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, μαζεύονται την νύχτα στους μύλους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αερικό, διάτανος :3, κατσώρα, μερζεβούλ
3. Στον πληθ., τερατολογία, υπερβολές κατά την εξιστόρηση γεγονότος, ανοησίες Φάρασ. Συνών. άρατα