διάβολος
(ουσ. αρσ.)
διάβολος
[ˈðʝavolos]
Καππ.
διάβουλους
[ˈðʝavulus]
Μαλακ.
διάβ'λους
[ˈðʝavlus]
Μισθ., Φάρασ.
διάβγολος
[ˈðʝavɣolos]
Καππ., Φάρασ.
διάολος
[ˈðʝaolos]
Δίλ., Μισθ.
διάουλους
[ˈðʝaulus]
Μισθ.
γιάβ'λους
[ˈʝavlus]
Σίλ.
ντιάβολος
[ˈdʝavolos]
Αξ., Αραβαν., Σίλατ.
ντι-άβολος
[diˈavolos]
Αραβαν., Μισθ.
ντιάβολοζ
[ˈdʝavoloz]
Αξ.
ντιάβολους
[ˈdʝavolus]
Μισθ.
γιάβολος
[ˈʝavolos]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ.
τζ̑άβολος
[ˈdʒavolos]
Αραβαν., Φερτάκ.
ντιάολους
[ˈdʝaοlus]
Μισθ.
ντιάουλους
[ˈdʝaulus]
Μισθ., Τσαρικ.
ντι-άουλος
[diˈaulos]
Μισθ.
ντιάβ'λους
[ˈdʝavlus]
Μισθ.
δέβολος
[ˈðevolos]
Αφσάρ., Τσουχούρ., Φάρασ.
δα̈́βολος
[ˈðævolos]
Φάρασ.
δέβοβος
[ˈðevovos]
Καππ.
δίεβος
[ˈðievos]
Φάρασ.
δι-έβος
[ðiˈevos]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
δέβος
[ˈðevos]
Φάρασ.
δι-έους
[ðiˈeus]
Αφσάρ., Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. διάβολος = Εωσφόρος, ο ἀρχοντας των δαιμόνων (αρχ. σημ. ‘συκοφάντης’). Ο τύπ. διάολος με σίγηση του μεσοφωνηεντ. [v] και απλοποίηση των επάλληλων φωνηέντων, με αποβολή του ασθενέστερου [ο]. Ο τύπ. δέβος με απλοποίηση των δύο διαδοχικών [ο] μετά την σίγηση του μεσοφωνηεντ. [l]. Ο τύπ. δέβοβος από το δέβολος με αφομ. [v-l] > [v-v].
1. Στην χριστιανική θρησκεία, το πνεύμα του κακού, ο Εωσφόρος
ό.π.τ.
:
Σου διαβόλου τα σκάdαλα
(Στου διαβόλου τα πειράγματα)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ
Κύριεψε σε γιάβολος
(Σε κυρίεψε ο διάβολος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σίμων, Σίμων, ο δίεβος 'ύρεψεν ανdί κοτζέ να κοστζινίσει 'σένα
(Πέτρο, Πέτρο, ο διάβολος θέλησε να σε κοσκινίσει σαν στάρι = Λουκ. 22.31 Σίμων, Σιμών, ἰδοῦ ὁ Σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον)
Φάρασ.
-Lag.
Διαβόλ' τζινίχ'
(Διαβόλου χάντρα, μαύρη γυαλιστερή πέτρα που την έτριβαν και την έβαζαν πάνω σε δοθιήνα για να ανοίξει)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Ν'τα φυάξουμ', 'σώστου να πάρ' ο δι-έβος 'σ' τζ̑ουφάλι μας τις Τούρτζ̑οι
(Να τους προφυλάξουμε, ώσπου να πάρ' ο διάβολος τους Τούρκους απ' το κεφάλι μας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Ο δι-έβος ήτουνε κακός
(Ο διάβολος ήταν κακός)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
|| Φρ.
Διαβόλ' φωλιά πάτ'σι
(Διαβόλου φωλιά πάτησε˙ η αναπηρία ως αποτέλεσμα διαβολικής επήρειας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Άιdε 'ζ ντιαβόλ' κόλασ̑η!
(Άντε στου διαβόλου την κόλαση!˙ άντε στον διάλο!)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ' ψ̑υχή τ' ντώκεν ντο στο ντιάβολε
(Την ψυχή την έδωσε στον διάβολο˙ ψευδόρκησε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έφτυσα τον δα̈́βολο
(Έφτυσα τον διάβολο˙ συμφιλιώθηκα με κάποιον)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ
Κάλεψε γιαβόλ' αλόγατα
(Καβάλησε του διαβόλου τα άλογα˙ προέβη σε μιά παράλογη ενέργεια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ
Σο καργιά τ' έμbη γιάβολος
(Στην καρδιά του μπήκε διάβολος˙ πονηρεύτηκε)
-Φωστ.-Κεσ.
Σέμη ντιάβ'λους απεσ'νού τ'
(Μπήκε ο διάβολος μέσα του˙ το ίδιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Άμι σου ντιάβ'λου!
(Πήγαινε στον διάλο!)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'ίνου του δεβόου!
(Γίνε του διαβόλου!˙ άντε στον διάλο!)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
'ς σι πάρι ο δι-έους!
(Ας σε πάρει ο διάβολος!˙ Να σε πάρει ο διάλος!)
Φάρασ.
-Bağr.
Δώτσ̑εν τα αν γκρεμός ή αν δι-έβος
(Του έδωσε έναν γκρεμό ή έναν διάβολο˙ δεν του έδωσε τίποτα)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
'ς σες πάρ' ο δι-έβος 'πομbρό μου!
(Να σας πάρει ο διάβολος από μπροστά μου!˙ χαθείτε από μπρος μου!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Ανάθεμά σε, διάβολε!
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
'σ' σου να είσαι ισάνι, να 'ινείζ α δι-έβος έν'
(Αντί να είσαι άνθρωπος, καλύτερα να ήσουν διάβολος˙ για πολύ μοχθηρό άνθρωπο)
Φάρασ.
-ΙΛΝΕ
Ντιάβολος το τσ̑αρπτά ονgdούζ̑· ινσάνος το τσ̑αρπτά ντεν ονgdούζ̑'
(Αυτός που τον χτυπά ο διάβολος συνέρχεται· αυτός που τον χτυπά ο άνθρωπος δεν συνέρχεται˙ το κακό που μας κάνουν οι άνθρωποι είναι τόσο μεγάλο που ξεπερνά και το κακό που μπορεί να μας κάνει ο διάβολος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γιάβολος ασ' το τύμνιαμα ντε χαζλανdι̂́σ̑'
(Του διαβόλου δεν του αρέσει το θυμίαμα˙ αποφεύγει κάτι όπως ο διάβολος το λιβάνι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τα καλά συναγμένα τα μισά του νοικοκύρη, τα μισά του διαβόλου· τα κακά συναγμένα όλα του διαβόλου και ο νοικοκύρης μαζί
(Αυτά που τα αποκτά κανείς με δίκαιο τρόπο είναι μισά δικά του και μισά του διαβόλου· αυτά που αποκτιούνται με άδικο τρόπο γρἠγορα χάνονται˙ ακόμα κι αυτά που αποκτιούνται δίκαια ανήκουν μόνο κατά το ήμισυ σε αυτόν που τα απέκτησε, ενώ αυτά που αποκτιούνται με άδικο τρόπο είναι προορισμένα να χαθούν)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Πάλ’ έκωσαν σου δι-έβου τα ατέτ͑ε
'σ' το Θεό κόπην ς πίστης του το νήμα ( Πάλι στράφηκαν στου διαβόλου τις συνήθειες
Απ' τον Θεό κόπηκε της πίστης του το νήμα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. άνεμος :2, διαβόλι, διάτανος, μερζεβούλ
'σ' το Θεό κόπην ς πίστης του το νήμα ( Πάλι στράφηκαν στου διαβόλου τις συνήθειες
Απ' τον Θεό κόπηκε της πίστης του το νήμα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. άνεμος :2, διαβόλι, διάτανος, μερζεβούλ
β.
Τετραπέρατος (σαν τον διάβολο)
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ.
:
'ς ούλ-λα τα βεζίρια απάνω ήτουν γκι ένα κοντό-κονdό άμ-μα σο άκλι ντιαβολιού το μέγα ήτουν
(Επικεφαλής όλων των βεζίρηδων ήταν ένας κοντός-κοντός αλλά ήταν ο αρχηγός των διαβόλων
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Εκείνα 'ς άργαδά τ' με ντου ρανάς, ντιάβ'λους 'νι
(Εκείνον στις δουλειές του μην τον βλέπεις έτσι, είναι πανέξυπνος
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ισύ εκεινό με ντρανάς, εκεινό γιάβολος 'ναι
(Εκείνον μην τον βλέπεις έτσι, είναι πανέξυπνος
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ό,τι χαdάρ κονdό μπόι έχ' όσον ατό ντιάβολόζ 'ναι
(Όσο κοντό μπόι έχει τόσο διάβολος είναι
˙
όσο μπόι του λείπει τόσο έξυπνος είναι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έσ' σην γκούφα σ' α δι-έβος, σην τζ̑οιλία σου έσ' 'κατό δεβόλοι!
(Έχεις στην σκούφια σου έναν διάβολο μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους!
˙
για άνθρωπο που είναι τετραπέρατος μα δεν το δείχνει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
γ.
Μοχθηρός, ύπουλος, κακός (σαν τον διάβολο)
Αραβαν., Μισθ.
:
Ένα μπουλασ̑κ͑ι̂́ν' ντιάβολος 'τουν· μ' ούλ-λα τα πατισ̑άχια ζάισ̑κε μουχαρεbέ
(Ένας φορτικός μοχθηρός ήταν· μ' όλους τους βασιλιάδες έκανε πόλεμο
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ανασουνά ντε πέριξι νύφ' ντετσιζού· τ' εαμεάρ' ντα νυφάις ντιαρά γιαΐ γέναν ντιαβόλ';
(Αναπνοή δεν έπαιρνε η (υποταγμένη) νύφη εκεί κάτω (ενν. στο Μιστί)· τώρα, γιατί οι δικές μας νύφες έγιναν διάβολοι;
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ατό ο νομάτ͑' 'πις 'τι ένι δι-έους
(Αυτός σαν να είναι διάβολος
)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
|| Φρ.
Ντιαβολιού όργου
(Διαβόλου έργο
˙
διαβολοδουλειά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γιαβ'λού ζουλειές
(Διαβόλου δουλειές
˙
διαβολοδουλειές)
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Η κούφα του 'έμει δεβόλοι
(Η σκούφια του είναι γεμάτη διαβόλους
˙
είναι μοχθηρός ή/και τετραπέρατος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Δαιμόνιο, ξωτικό ή φάντασμα
ό.π.τ.
:
Και τ' άλλο ντιάβολος σ̑άν' ντο τ' αστίκ'
(Και το άλλο δαιμόνιο το διαβεβαιώνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εκεί ήβρεν ένα μύλος, εκεί κειόταν ντιαόλ'
(Εκεί βρήκε έναν μύλο, εκεί ήταν δαιμόνια)
Αξ.
-Dawk.
Φάναν διαβόλ' σα μάτια του και τζένεψεν
(Είδε φαντάσματα και τρελάθηκε)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ
Ήφαριν τιζ δεβόλοι, χώρτσιν ντα τα κοτζ̑ία
(Έφερε τα δαιμόνια, ξεχώρισε (με την βοήθειά τους) τους σπόρους)
Τσουχούρ.
-Dawk.
'σ' τις δεβόλοι τζ̑ο πόρκα να πνώσω
(Εξαιτίας των δαιμονίων δεν μπόρεσα να κοιμηθώ)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Δι-έβος είσαι γιόσα ισάνι;
(Δαιμόνιο είσαι ή άνθρωπος;)
Φάρασ.
-Dawk.
'στέρου ήρτανε δύο νομάτοι σο φσ̑όκκο· ήσανdαι δεβόλοι
(Ύστερα ήρθανε δύο άτομα στο παιδί· ήταν δαιμόνια)
Φάρασ.
-Dawk.
Με δι-έβος ήσουνε
(Σίγουρα είσαι δαιμόνιο)
Φάρασ.
-Dawk.
Γιάβ'λουροι ρεν αφήνουσ̑ι να ποίσ' τσ̑η ζουλειάν ντου
(Τα δαιμόνια δεν αφήνουν να κάνει την δουλειά του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Ντιαβόλ' σέμαν στα γουλτ͑ούχια τ'
(Δαιμόνια μπήκαν στις μασχάλες του˙ σκέφτεται πονηρά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντιαβόλ' σέμαν στα σέμια τ'
(Δαιμόνια μπήκαν στους ώμους του˙ το ίδιο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έχ' 'ς καργιά τ' ντιαβολιούζ
(Έχει στην καρδιά του δαιμόνια˙ Είναι πολύ μοχθηρός)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εδώ μέσα 'νdαι δεβόλοι
(Εδώ μέσα είναι δαιμόνια˙ για σπίτια που θεωρούνταν στοιχειωμένα)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Γεμώθαν οι δεβόλοι 'πέσου
(Γέμισαν οι διάβολοι μέσα μου˙ νευρίασα πολύ)
Φάρασ.
-Αναστασ.
'εμώθ' η τσ̑οιλία του δι-έβοι
(Γέμισε η κοιλιά του δαιμόνους˙ τον πιάσαν τα διαβόλια του)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ας μουν ’ς το σον μέσ’ γιαβόλ’
(Ας μπουν μέσα σου διάβολοι˙ βρισιά)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Παροιμ.
Ένι του Σαγματά δι-έβος
(Είναι του Σαγματά δαιμόνιο˙ είναι σαν δαίμονας, όπως αυτοί που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες μαζεύονταν τις νύχτες στο άγριο, βαθύ και απόκρημνο φαράγγι του Σαγματά έξω από τα Φάρασα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
'Σο νάρτ'νε ντιαβόλ' ασ' το μύλο, φάισεν ντο
(Μέχρι να φύγουν τα δαιμόνια από τον μύλο, τον έδερνε˙ τον έδερνε μέχρι το ξημέρωμα, δηλ. μέχρι να φύγουν τα δαιμόνια που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, μαζεύονται την νύχτα στους μύλους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αερικό, διάτανος :3, κατσώρα, μερζεβούλ